γερμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γερμένος | η | γερμένη | το | γερμένο |
γενική | του | γερμένου | της | γερμένης | του | γερμένου |
αιτιατική | τον | γερμένο | τη | γερμένη | το | γερμένο |
κλητική | γερμένε | γερμένη | γερμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γερμένοι | οι | γερμένες | τα | γερμένα |
γενική | των | γερμένων | των | γερμένων | των | γερμένων |
αιτιατική | τους | γερμένους | τις | γερμένες | τα | γερμένα |
κλητική | γερμένοι | γερμένες | γερμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γερμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου γέρνω
Μετοχή
επεξεργασίαγερμένος, -η, -ο
- που έχει γείρει
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γερμένος
|