• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

γερμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γερμένος η γερμένη το γερμένο
      γενική του γερμένου της γερμένης του γερμένου
    αιτιατική τον γερμένο τη γερμένη το γερμένο
     κλητική γερμένε γερμένη γερμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γερμένοι οι γερμένες τα γερμένα
      γενική των γερμένων των γερμένων των γερμένων
    αιτιατική τους γερμένους τις γερμένες τα γερμένα
     κλητική γερμένοι γερμένες γερμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
γερμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου γέρνω

Μετοχή

επεξεργασία

γερμένος, -η, -ο

  • που έχει γείρει

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις γέρνω και εγείρω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    γερμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γερμένος&oldid=5463520"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 00:48

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 00:48.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας