σηκωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασηκωτά < σηκωτός
Επίρρημα
επεξεργασίασηκωτά
- σηκώνοντας (κάτι ή κάποιον)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σηκωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασηκωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σηκωτό