σηκωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.koˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐κω‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
σηκωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σηκώνω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σηκωμένος
|