Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανασηκωμένος η ανασηκωμένη το ανασηκωμένο
      γενική του ανασηκωμένου της ανασηκωμένης του ανασηκωμένου
    αιτιατική τον ανασηκωμένο την ανασηκωμένη το ανασηκωμένο
     κλητική ανασηκωμένε ανασηκωμένη ανασηκωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανασηκωμένοι οι ανασηκωμένες τα ανασηκωμένα
      γενική των ανασηκωμένων των ανασηκωμένων των ανασηκωμένων
    αιτιατική τους ανασηκωμένους τις ανασηκωμένες τα ανασηκωμένα
     κλητική ανασηκωμένοι ανασηκωμένες ανασηκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασηκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανασηκώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ανασηκωμένος, -η, -ο

  1. που έχει ανασηκωθεί
  2. που είναι ξαπλωμένος και στηρίζεται στους αγκώνες του

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία