Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεσηκωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Δείτε επίσης
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεσηκωμέν
ος
η
ξεσηκωμέν
η
το
ξεσηκωμέν
ο
γενική
του
ξεσηκωμέν
ου
της
ξεσηκωμέν
ης
του
ξεσηκωμέν
ου
αιτιατική
τον
ξεσηκωμέν
ο
την
ξεσηκωμέν
η
το
ξεσηκωμέν
ο
κλητική
ξεσηκωμέν
ε
ξεσηκωμέν
η
ξεσηκωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεσηκωμέν
οι
οι
ξεσηκωμέν
ες
τα
ξεσηκωμέν
α
γενική
των
ξεσηκωμέν
ων
των
ξεσηκωμέν
ων
των
ξεσηκωμέν
ων
αιτιατική
τους
ξεσηκωμέν
ους
τις
ξεσηκωμέν
ες
τα
ξεσηκωμέν
α
κλητική
ξεσηκωμέν
οι
ξεσηκωμέν
ες
ξεσηκωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ξεσηκωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ξεσηκώνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ξε-
&
σηκωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεσηκωμένος