Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεσηκωμένος η ξεσηκωμένη το ξεσηκωμένο
      γενική του ξεσηκωμένου της ξεσηκωμένης του ξεσηκωμένου
    αιτιατική τον ξεσηκωμένο την ξεσηκωμένη το ξεσηκωμένο
     κλητική ξεσηκωμένε ξεσηκωμένη ξεσηκωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεσηκωμένοι οι ξεσηκωμένες τα ξεσηκωμένα
      γενική των ξεσηκωμένων των ξεσηκωμένων των ξεσηκωμένων
    αιτιατική τους ξεσηκωμένους τις ξεσηκωμένες τα ξεσηκωμένα
     κλητική ξεσηκωμένοι ξεσηκωμένες ξεσηκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ξεσηκωμένος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία