Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σηκωμός οι σηκωμοί
      γενική του σηκωμού των σηκωμών
    αιτιατική τον σηκωμό τους σηκωμούς
     κλητική σηκωμέ σηκωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σηκωμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σηκωμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία