ενικός         πληθυντικός  
prospère prospères

  Ετυμολογία

επεξεργασία
prospère < λατινική prosperus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁɔs.pɛʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία

prospère (fr) αρσενικό ή θηλυκό