ευδοκιμών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευδοκιμών | η | ευδοκιμούσα | το | ευδοκιμούν |
γενική | του | ευδοκιμούντος & ευδοκιμούντα1 |
της | ευδοκιμούσας & ευδοκιμούσης* |
του | ευδοκιμούντος |
αιτιατική | τον | ευδοκιμούντα | την | ευδοκιμούσα | το | ευδοκιμούν |
κλητική | ευδοκιμών | ευδοκιμούσα | ευδοκιμούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευδοκιμούντες | οι | ευδοκιμούσες | τα | ευδοκιμούντα |
γενική | των | ευδοκιμούντων | των | ευδοκιμουσών | των | ευδοκιμούντων |
αιτιατική | τους | ευδοκιμούντες | τις | ευδοκιμούσες | τα | ευδοκιμούντα |
κλητική | ευδοκιμούντες | ευδοκιμούσες | ευδοκιμούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευδοκιμών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐδοκιμῶν, εὐδοκιμοῦσα, εὐδοκιμοῦν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εὐδοκιμῶ, συνηρημένου τύπου του εὐδοκιμέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.vðo.ciˈmon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐δο‐κι‐μών
Μετοχή
επεξεργασίαευδοκιμών, -ούσα, -ούν
- (αρχαιοπρεπές) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ευδοκιμώ: που ευδοκιμεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευδοκιμών
|