ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πανεύφορος τὸ πανεύφορον
      γενική τοῦ/τῆς πανευφόρου τοῦ πανευφόρου
      δοτική τῷ/τῇ πανευφόρ τῷ πανευφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πανεύφορον τὸ πανεύφορον
     κλητική ! πανεύφορε πανεύφορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πανεύφοροι τὰ πανεύφορ
      γενική τῶν πανευφόρων τῶν πανευφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς πανευφόροις τοῖς πανευφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πανευφόρους τὰ πανεύφορ
     κλητική ! πανεύφοροι πανεύφορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πανευφόρω τὼ πανευφόρω
      γεν-δοτ τοῖν πανευφόροιν τοῖν πανευφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανεύφορος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παν- + εὔφορος

  Επίθετο

επεξεργασία

πανεύφορος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)