Μνημοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μνημοσύνη | ||
γενική | της | Μνημοσύνης | ||
αιτιατική | τη | Μνημοσύνη | ||
κλητική | Μνημοσύνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μνημοσύνη < αρχαία ελληνική Μνημοσύνη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜνημοσύνη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) γυναικείο όνομα, η μητέρα των Μουσών
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μνημοσύνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μνημοσύνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
Μνημοσῠνα- | ||||
ονομαστική | ἡ | Μνημοσύνη | ||
γενική | τῆς | Μνημοσύνης | ||
δοτική | τῇ | Μνημοσύνῃ | ||
αιτιατική | τὴν | Μνημοσύνην | ||
κλητική ὦ! | Μνημοσύνη | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μνημοσύνη < μνημοσύνη (μνήμη, ανάμνηση)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜνημοσύνη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) → δείτε τη λέξη Μνημοσύνη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μνημοσύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μνημοσύνη, Μνημοσύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.