muse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
muse | muses |
Ετυμολογία
επεξεργασία- muse < μέση γαλλική muse < λατινική Mūsa < αρχαία ελληνική Μοῦσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmuse (en)
- η μούσα
- ⮡ You are my muse.
- Είσαι η μούσα μου.
- ⮡ You are my muse.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmuse (fr)
- η μούσα
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmuse (da)
- η μούσα
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmuse (no)
- η μούσα