music (en) (μη μετρήσιμο)
- η μουσική
- ⮡ classic/modern music - κλασική/μοντέρνα μουσική
- ⮡ rock music - μουσική ροκ
- ⮡ contemporary/traditional music - σύγχρονη/παραδοσιακή μουσική
- ⮡ folk music - δημοτική/λαϊκή μουσική
- ⮡ electronic music - ηλεκτρονική μουσική
- ⮡ music teacher/lesson - καθηγητής/μάθημα μουσικής
- ⮡ history of music - ιστορία της μουσικής
- ⮡ a piece of music - ένα μουσικό κομμάτι
- ⮡ a music lover - μουσικόφιλος
- η μουσική, γραφική παράσταση των μουσικών ήχων με τη βοήθεια συμβόλων
- ⮡ He knows how to read music.
- Ξέρει να διαβάζει μουσική.