Ουσιαστικό

επεξεργασία

music (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η μουσική
    ⮡  classic/modern music - κλασική/μοντέρνα μουσική
    ⮡  rock music - μουσική ροκ
    ⮡  contemporary/traditional music - σύγχρονη/παραδοσιακή μουσική
    ⮡  folk music - δημοτική/λαϊκή μουσική
    ⮡  electronic music - ηλεκτρονική μουσική
    ⮡  music teacher/lesson - καθηγητής/μάθημα μουσικής
    ⮡  history of music - ιστορία της μουσικής
    ⮡  a piece of music - ένα μουσικό κομμάτι
    ⮡  a music lover - μουσικόφιλος
  2. η μουσική, γραφική παράσταση των μουσικών ήχων με τη βοήθεια συμβόλων
    ⮡  He knows how to read music.
    Ξέρει να διαβάζει μουσική.