Ερατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ερατώ | ||
γενική | της | Ερατώς & Ερατούς | ||
αιτιατική | την | Ερατώ | ||
κλητική | Ερατώ | |||
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. | ||||
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ερατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἐρατώ < ἔρως