μουσικοδιδάσκαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μουσικοδιδάσκαλος < μουσικο- + διδάσκαλος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμουσικοδιδάσκαλος αρσενικό (θηλυκό μουσικοδιδασκάλισσα)
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο δάσκαλος μουσικής
Μεταφράσεις
επεξεργασία μουσικοδιδάσκαλος