Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουσικοκριτικός η μουσικοκριτική το μουσικοκριτικό
      γενική του μουσικοκριτικού της μουσικοκριτικής του μουσικοκριτικού
    αιτιατική τον μουσικοκριτικό τη μουσικοκριτική το μουσικοκριτικό
     κλητική μουσικοκριτικέ μουσικοκριτική μουσικοκριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουσικοκριτικοί οι μουσικοκριτικές τα μουσικοκριτικά
      γενική των μουσικοκριτικών των μουσικοκριτικών των μουσικοκριτικών
    αιτιατική τους μουσικοκριτικούς τις μουσικοκριτικές τα μουσικοκριτικά
     κλητική μουσικοκριτικοί μουσικοκριτικές μουσικοκριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσικοκριτικός < μουσικο- + κριτικός

  Επίθετο επεξεργασία

μουσικοκριτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την κριτική μουσικών έργων ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μουσικοκριτική
  3. (ουσιαστικοποιημένο) μουσικοκριτικός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μουσικοκριτικός οι μουσικοκριτικοί
      γενική του/της μουσικοκριτικού των μουσικοκριτικών
    αιτιατική τον/τη μουσικοκριτικό τους/τις μουσικοκριτικούς
     κλητική μουσικοκριτικέ μουσικοκριτικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσικοκριτικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου μουσικοκριτικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουσικοκριτικός αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία