Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμουσος η άμουση το άμουσο
      γενική του άμουσου της άμουσης του άμουσου
    αιτιατική τον άμουσο την άμουση το άμουσο
     κλητική άμουσε άμουση άμουσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμουσοι οι άμουσες τα άμουσα
      γενική των άμουσων των άμουσων των άμουσων
    αιτιατική τους άμουσους τις άμουσες τα άμουσα
     κλητική άμουσοι άμουσες άμουσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άμουσος < αρχαία ελληνική ἄμουσος < μοῦσα

  Επίθετο επεξεργασία

άμουσος, -η, -ο

  1. που δεν έχει μουσική καλλιέργεια και παιδεία ή δεν αγαπάει τη μουσική
     συνώνυμα: αφιλόμουσος
  2. (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) που δεν έχει γενικότερη καλλιέργεια ή παιδεία
  3. που δεν είναι σύμφωνος με τους κανόνες της μουσικής ή δεν έχει μουσικότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία