αμουσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμουσία | οι | αμουσίες |
γενική | της | αμουσίας | των | αμουσιών |
αιτιατική | την | αμουσία | τις | αμουσίες |
κλητική | αμουσία | αμουσίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμουσία < αρχαία ελληνική ἀμουσία < μοῦσα (4. λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική amusia < αρχαία ελληνική ἄμουσος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμουσία θηλυκό
- το να μην έχει κάποιος μουσική παιδεία ή ευαισθησία
- (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) η γενικότερη έλλειψη παιδείας
- έλλειψη (καλού) γούστου
- (ειδικότερα) (ιατρική) η ελλιπής ή δυσχερής αντίληψη της μουσικής αρμονίας ή γενικότερα της μουσικής