↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουσικολαογραφικός η μουσικολαογραφική το μουσικολαογραφικό
      γενική του μουσικολαογραφικού της μουσικολαογραφικής του μουσικολαογραφικού
    αιτιατική τον μουσικολαογραφικό τη μουσικολαογραφική το μουσικολαογραφικό
     κλητική μουσικολαογραφικέ μουσικολαογραφική μουσικολαογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουσικολαογραφικοί οι μουσικολαογραφικές τα μουσικολαογραφικά
      γενική των μουσικολαογραφικών των μουσικολαογραφικών των μουσικολαογραφικών
    αιτιατική τους μουσικολαογραφικούς τις μουσικολαογραφικές τα μουσικολαογραφικά
     κλητική μουσικολαογραφικοί μουσικολαογραφικές μουσικολαογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μουσικολαογραφικός < μουσικο- + λαογραφικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mu.si.ko.la.o.ɣɾa.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐σι‐κο‐λα‐ο‐γρα‐φι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

μουσικολαογραφικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία