λαογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλαογραφικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη λαογραφία
- οι γυναίκες του χωριού μάζεψαν παλιούς αργαλειούς, κεντήματα, όπλα και άλλα αντικείμενα και έστησαν ένα μικρό λαογραφικό μουσείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαογραφικός
|