Musiker
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Musiker | die | Musiker |
γενική | des | Musikers | der | Musiker |
δοτική | dem | Musiker | den | Musikern |
αιτιατική | den | Musiker | die | Musiker |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Musiker < Musik + -er (από τον 18ο αιώνα) < παλιότερα: Musikus < λατινική mūsicus < αρχαία ελληνική μουσικός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Musiker (de) αρσενικό (θηλυκό Musikerin)
Πηγές επεξεργασία
- Musiker - Duden online.
- Musiker - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).