ενικός         πληθυντικός  
musician musicians

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

musician (en)

  • (μουσική, επάγγελμα) ο μουσικός (αυτός που γράφει ή παίζει μουσική)
    ⮡  The painter expresses himself with colors, the musician with sounds.
    Ο ζωγράφος εκφράζεται με χρώματα, ο μουσικός με ήχους.