Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάιραλ < (ακουστικό δάνειο) αγγλική viral

  Επίθετο επεξεργασία

βάιραλ άκλιτο

 συνώνυμα: ιότροπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία