βάιραλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βάιραλ < (ακουστικό δάνειο) αγγλική viral
Επίθετο
επεξεργασίαβάιραλ άκλιτο
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) που έγινε πολύ διαδεδομένος, δημοφιλής και γνωστός στο διαδίκτυο, συνήθως σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα
- ⮡ Ο στρίμερ ξύπνησε και ξαφνιάστηκε όταν ανακάλυψε πως το κλιπ του έγινε βάιραλ εν μια νυκτί!