ιότροπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιότροπος | η | ιότροπη | το | ιότροπο |
γενική | του | ιότροπου | της | ιότροπης | του | ιότροπου |
αιτιατική | τον | ιότροπο | την | ιότροπη | το | ιότροπο |
κλητική | ιότροπε | ιότροπη | ιότροπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιότροποι | οι | ιότροπες | τα | ιότροπα |
γενική | των | ιότροπων | των | ιότροπων | των | ιότροπων |
αιτιατική | τους | ιότροπους | τις | ιότροπες | τα | ιότροπα |
κλητική | ιότροποι | ιότροπες | ιότροπα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιότροπος < ιό(ς) + -τροπος (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική viral
Επίθετο
επεξεργασίαιότροπος
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός) που μεταδίδεται ραγδαίως στο διαδίκτυο ώστε μοιάζει η διάδοση με την εξάπλωση ιού