Δείτε επίσης: ἰοειδής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιοειδής η ιοειδής το ιοειδές
      γενική του ιοειδούς* της ιοειδούς του ιοειδούς
    αιτιατική τον ιοειδή την ιοειδή το ιοειδές
     κλητική ιοειδή(ς) ιοειδής ιοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιοειδείς οι ιοειδείς τα ιοειδή
      γενική των ιοειδών των ιοειδών των ιοειδών
    αιτιατική τους ιοειδείς τις ιοειδείς τα ιοειδή
     κλητική ιοειδείς ιοειδείς ιοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιοειδής < (εσωτερικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰοειδής ("με το χρώμα του ίου· δηλητηριώδης")

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.o.iˈðis/

  Επίθετο

επεξεργασία

ιοειδής

  1. (χρώμα) μενεξεδής
  2. που ευωδιάζει σαν μενεξές
  3. (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη ιοειδή

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Αναφορές

επεξεργασία