ιοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιοειδής | η | ιοειδής | το | ιοειδές |
γενική | του | ιοειδούς* | της | ιοειδούς | του | ιοειδούς |
αιτιατική | τον | ιοειδή | την | ιοειδή | το | ιοειδές |
κλητική | ιοειδή(ς) | ιοειδής | ιοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιοειδείς | οι | ιοειδείς | τα | ιοειδή |
γενική | των | ιοειδών | των | ιοειδών | των | ιοειδών |
αιτιατική | τους | ιοειδείς | τις | ιοειδείς | τα | ιοειδή |
κλητική | ιοειδείς | ιοειδείς | ιοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιοειδής < (εσωτερικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰοειδής ("με το χρώμα του ίου· δηλητηριώδης")
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαιοειδής
- (χρώμα) μενεξεδής
- που ευωδιάζει σαν μενεξές
- (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη ιοειδή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιοειδής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .