Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιοειδές < → δείτε τη λέξη ιοειδής

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιοειδές ουδέτερο

  1. (χρώμα) το ιώδες, μενεξεδί
  2. (κυρίως στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη ιοειδή