Ετυμολογία

επεξεργασία
succedo < sub- + cedo < πρωτοϊταλική *kezdō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱiesdʰ- (απομακρύνω)

succedo (la)

  1. εισέρχομαι
  2. προσεγγίζω