Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cedo < πρωτοϊταλική *kezdō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱiesdʰ- (απομακρύνω)

  Ρήμα επεξεργασία

cedo (la)

Κλίση επεξεργασία


Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

cedo (pt)