Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παίω < αρχαία ελληνική ρίζ. Fjω

  Ρήμα επεξεργασία

παίω , χτυπώ κάποιον, ρίχνω το ακόντιο εναντίον κάποιου

Χορ.:

οὗτος αὐτός ἐστιν, οὗτος. 280
βάλλε βάλλε βάλλε βάλλε,
παῖε παῖε τὸν μιαρόν.
οὐ βαλεῖς; οὐ βαλεῖς;

Αριστοφάνης «Αχαρνείς»

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία