Δείτε επίσης: απαγορεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπαγορεύω < ἀπό + ἀγορεύω

ἀπαγορεύω

  1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι
  2. αποτρέπω (κάποιον από κάτι)
  3. παραιτούμαι από κάτι, το εγκαταλείπω, πχ από κούραση