Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
permit permits

permit (en)

  • η άδεια, ένα επίσημο έγγραφο που δίνει σε κάποιον το δικαίωμα να κάνει κάτι, ειδικά για περιορισμένο χρονικό διάστημα
    ⮡  No home building permits will be given for these areas.
    Δεν θα δοθούν άδειες οικοδομής οικιών σε αυτές τις περιοχές.
ενεστώτας permit
γ΄ ενικό ενεστώτα permits
αόριστος permitted
παθητική μετοχή permitted
ενεργητική μετοχή permitting

permit (en)

  1. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι ή επιτρέπω να συμβεί κάτι
    ⮡  Smoking is not permitted.
    Δεν επιτρέπεται το κάπνισμα.
     συνώνυμα: allow
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτρέπω, δίνω τη δυνατότητα
    ⮡  This endowment will permit me to continue my studies.
    Αυτό το κληροδότημα θα μου επιτρέπει να συνεχίσω τις σπουδές μου.
     συνώνυμα:  allow και enable