Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγκρατούμενος οι συγκρατούμενοι
      γενική του συγκρατούμενου
συγκρατουμένου
των συγκρατούμενων
συγκρατουμένων
    αιτιατική τον συγκρατούμενο τους συγκρατούμενους
συγκρατουμένους
     κλητική συγκρατούμενε συγκρατούμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκρατούμενος < συν- + κρατούμενος

  Μετοχή επεξεργασία

συγκρατούμενος -η -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία