↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνδεσμώτης οι συνδεσμώτες
      γενική του συνδεσμώτη των συνδεσμωτών
    αιτιατική τον συνδεσμώτη τους συνδεσμώτες
     κλητική συνδεσμώτη συνδεσμώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνδεσμώτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνδεσμώτης, συν- + δεσμώτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνδεσμώτης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνδεσμώτης οἱ συνδεσμῶται
      γενική τοῦ συνδεσμώτου τῶν συνδεσμωτῶν
      δοτική τῷ συνδεσμώτ τοῖς συνδεσμώταις
    αιτιατική τὸν συνδεσμώτην τοὺς συνδεσμώτᾱς
     κλητική ! συνδεσμῶτ συνδεσμῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνδεσμώτ
γεν-δοτ τοῖν  συνδεσμώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνδεσμώτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνδεσμώτης, -ου αρσενικό

  • που είναι φυλακισμένος ή συγκρατούμενος μαζί με κάποιον άλλον
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 7, 516c
    Τί οὖν; ἀναμιμνῃσκόμενον αὐτὸν τῆς πρώτης οἰκήσεως καὶ τῆς ἐκεῖ σοφίας καὶ τῶν τότε συνδεσμωτῶν οὐκ ἂν οἴει αὑτὸν μὲν εὐδαιμονίζειν τῆς μεταβολῆς, τοὺς δὲ ἐλεεῖν;
    Και τί λοιπόν; όταν θα θυμόταν την πρώτη του εκείνη κατοικία και τη σοφία που είχαν εκεί κάτω αυτός και οι συνδεσμώτες του, δε νομίζεις πως θα μακάριζε τον εαυτό του γι᾽ αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε εκείνους;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
     συνώνυμα: συνδέσμιος

Άλλες μορφές

επεξεργασία