Ετυμολογία

επεξεργασία
κρατούμαι < παθητική φωνή του κρατώ ( < κρατοῦμαι στο πολυτονικό)

κρατούμαι

  1. με κρατούν σε αστυνομικό τμήμα
    Οι ύποπτοι κρατούνται και ανακρίνονται
  2. (όχι για έμψυχα) καπαρώνομαι, παραγγέλλομαι, με κρατούν για το μέλλον, κρατιέμαι
    Οι θέσεις σας κρατούνταν μέχρι πριν από δύο ώρες, αλλά χάσατε τη διορία και τις διαθέσαμε σε άλλους ενδιαφερόμενους

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία