Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ira ire

ira (it)

  1. οργή, θυμός
  2. (μεταφορικά) η οργή του θεού, η οργή της φύσης