anger
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
anger | angers |
anger (en)
- ο θυμός
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | anger |
γ΄ ενικό ενεστώτα | angers |
αόριστος | angered |
παθητική μετοχή | angered |
ενεργητική μετοχή | angering |
anger (en)