Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
anger angers

anger (en)

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας anger
γ΄ ενικό ενεστώτα angers
αόριστος angered
παθητική μετοχή angered
ενεργητική μετοχή angering

anger (en)

  1. (αμετάβατο) θυμώνω
    He is angered easily, but then gets over it.
    Θυμώνει εύκολα, αλλά μετά του περνάει.
     συνώνυμα: get angry
  2. (μεταβατικό) θυμώνω
    His indifference angers me.
    Με θυμώνει η αδιαφορία του.
     συνώνυμα: get angry