Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀργή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀργή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀργή θηλυκό

  1. θυμός
  2. τιμωρία
  3. συμφορά, κατάρα
  4. πολεμικό μένος
  5. (μεταφορικά) θαλασσοταραχή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀργή αἱ ὀργαί
      γενική τῆς ὀργῆς τῶν ὀργῶν
      δοτική τῇ ὀργ ταῖς ὀργαῖς
    αιτιατική τὴν ὀργήν τὰς ὀργᾱ́ς
     κλητική ! ὀργή ὀργαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀργᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ὀργαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀργή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀργή, -ῆς θηλυκό

  1. διάθεση που οφείλεται στην ιδιοσυγκρασία
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 378 (377-378)
    οὔκουν, Προμηθεῦ, τοῦτο γιγνώσκεις, ὅτι | ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι;
    Μα δεν το ξέρεις, Προμηθέα, κι αυτό: πως είναι | γιατρός τα λόγια πάνω στης οργής τη βράση;
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  2. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία, ήθος
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 304 (303-306)
    τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς | ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν, | οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ | ἔσθοντες·
    Οργίζονται οι θεοί και οι άνθρωποι μ᾽ αυτόν που άεργος ζει, | όμοιος στο ήθος με τους χωρίς κεντρί κηφήνες, | που άεργοι των μελισσών τον κάματο καταναλώνουν | τρώγοντας.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. οργή, πάθος, εμπάθεια, θυμός
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 61.2
    τὸν δὲ δεινόν τι ἔσχε ἀτιμάζεσθαι πρὸς Πεισιστράτου. ὀργῇ δὲ ὡς εἶχε καταλλάσσετο τὴν ἔχθρην τοῖσι στασιώτῃσι.
    Εκείνος το πήρε βαριά που τον ατίμαζε ο Πεισίστρατος· πάνω στο θυμό του τα ξανάφτιαξε με τους παλιούς του στασιαστές.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 57.3
    καὶ εὐθὺς ἀπερισκέπτως προσπεσόντες καὶ ὡς ἂν μάλιστα δι᾽ ὀργῆς ὁ μὲν ἐρωτικῆς, ὁ δὲ ὑβρισμένος, ἔτυπτον καὶ ἀποκτείνουσιν αὐτόν.
    και, χωρίς να σκεφτούν άλλο τίποτε, έπεσαν επάνω του. Τυφλωμένοι από το πάθος τους, ο ένας από την ερωτική του ζήλια, ο άλλος από την προσβολή που του είχε γίνει, τον χτύπησαν και τον σκότωσαν.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 11.4
    ἄδηλα γὰρ τὰ τῶν πολέμων, καὶ ἐξ ὀλίγου τὰ πολλὰ καὶ δι᾽ ὀργῆς αἱ ἐπιχειρήσεις γίγνονται·
    Τα του πολέμου είναι άδηλα και τις περισσότερες φορές οι επιθέσεις γίνονται αιφνιδιαστικά, πάνω σε μια ξαφνική έξαψη.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 2, 1378b
    καὶ πάσῃ ὀργῇ ἕπεσθαί τινα ἡδονήν, τὴν ἀπὸ τῆς ἐλπίδος τοῦ τιμωρήσασθαι· ἡδὺ μὲν γὰρ τὸ οἴεσθαι τεύξεσθαι ὧν ἐφίεται,
    κάθε φορά η οργή συνοδεύεται από ένα ηδονικό αίσθημα, που έχει την αρχή του στην ελπίδα της εκδίκησης. Χαρίζει, πράγματι, ηδονή η σκέψη ότι θα πετύχει κανείς αυτά που επιθυμεί.
    Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
ὀργ-