ὀργῆς κρατῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαὀργῆς κρατῶ (ελληνιστική κοινή)
- συγκρατώ τον θυμό μου
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 21.2 Κείμενο & Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
- τὸ γὰρ μηδαμοῦ κρατεῖν ὀργῆς ἀπαίδευτον καὶ ἀκόλαστον, τὸ δὲ πανταχοῦ χαλεπόν, ἐνίοις δ᾽ ἀδύνατον·
- Γιατί το να μη συγκρατεί κανείς πουθενά την οργή του είναι δείγμα ανθρώπου κακής ανατροφής και ακόλαστου. Το να συγκρατιόμαστε όμως σε όλες τις περιπτώσεις είναι δύσκολο, για ορισμένους μάλιστα αδύνατο.
- τὸ γὰρ μηδαμοῦ κρατεῖν ὀργῆς ἀπαίδευτον καὶ ἀκόλαστον, τὸ δὲ πανταχοῦ χαλεπόν, ἐνίοις δ᾽ ἀδύνατον·
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 21.2 Κείμενο & Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀργή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.