Δείτε επίσης: όργητα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὄργητα < ὀργ(ή) + -ητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὄργητα θηλυκό

  1. η οργή (λαϊκότροπο: όργητα)
  2. απέχθεια, αποστροφή