παροργισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παροργισμός < ελληνιστική κοινή παροργισμός < παροργίζω < αρχαία ελληνική ὀργίζω < ὀργή
Ουσιαστικό επεξεργασία
παροργισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του παρόργιση
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παροργισμός
|