παροργίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παροργίζω < ελληνιστική κοινή παροργίζω < αρχαία ελληνική ὀργίζω < ὀργή
Ρήμα
επεξεργασίαπαροργίζω (παθητική φωνή: παροργίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- παρόργιση
- παροργισμός
- → δείτε τις λέξεις παρά, οργίζω και οργή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παροργίζω | παρόργιζα | θα παροργίζω | να παροργίζω | παροργίζοντας | |
β' ενικ. | παροργίζεις | παρόργιζες | θα παροργίζεις | να παροργίζεις | παρόργιζε | |
γ' ενικ. | παροργίζει | παρόργιζε | θα παροργίζει | να παροργίζει | ||
α' πληθ. | παροργίζουμε | παροργίζαμε | θα παροργίζουμε | να παροργίζουμε | ||
β' πληθ. | παροργίζετε | παροργίζατε | θα παροργίζετε | να παροργίζετε | παροργίζετε | |
γ' πληθ. | παροργίζουν(ε) | παρόργιζαν παροργίζαν(ε) |
θα παροργίζουν(ε) | να παροργίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρόργισα | θα παροργίσω | να παροργίσω | παροργίσει | ||
β' ενικ. | παρόργισες | θα παροργίσεις | να παροργίσεις | παρόργισε | ||
γ' ενικ. | παρόργισε | θα παροργίσει | να παροργίσει | |||
α' πληθ. | παροργίσαμε | θα παροργίσουμε | να παροργίσουμε | |||
β' πληθ. | παροργίσατε | θα παροργίσετε | να παροργίσετε | παροργίστε | ||
γ' πληθ. | παρόργισαν παροργίσαν(ε) |
θα παροργίσουν(ε) | να παροργίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παροργίσει | είχα παροργίσει | θα έχω παροργίσει | να έχω παροργίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παροργίσει | είχες παροργίσει | θα έχεις παροργίσει | να έχεις παροργίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παροργίσει | είχε παροργίσει | θα έχει παροργίσει | να έχει παροργίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παροργίσει | είχαμε παροργίσει | θα έχουμε παροργίσει | να έχουμε παροργίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παροργίσει | είχατε παροργίσει | θα έχετε παροργίσει | να έχετε παροργίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παροργίσει | είχαν παροργίσει | θα έχουν παροργίσει | να έχουν παροργίσει |
|