Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀργῆς τυγχάνω < γενική ὀργῆς του ὀργή στο ρήμα τυγχάνω

  Έκφραση

επεξεργασία

ὀργῆς τυγχάνω

  • γίνομαι δεκτός με αγανάκτηση
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 175
    Βούλομαι τοίνυν ὑμῖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ὅσων ἤδη καταχειροτονήσαντος τοῦ δήμου περὶ τὴν ἑορτὴν ἀδικεῖν ὑμεῖς κατεγνώκατε, εἰπεῖν, καὶ δεῖξαι τί πεποιηκότες αὐτῶν ἔνιοι τίνος ὀργῆς τετυχήκασι παρ᾽ ὑμῶν,
    Θέλω ακόμη να σας μιλήσω, Αθηναίοι, και για όσους καταδικάσατε για βεβήλωση της εορτής, αφού είχαν πρώτα καταδικασθεί από την εκκλησία του δήμου, και να σας δείξω τί έκαμαν ορισμένοι από αυτούς και ποιά οργή αντιμετώπισαν από μέρους σας·
    Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr