μεγάθυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεγάθυμος < αρχαία ελληνική μεγάθυμος < μέγας + θυμός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /meˈɣa.θi.mos/
Επίθετο
επεξεργασία
μεγάθυμος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγάθυμος
|