↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψιθυμικός η αψιθυμική το αψιθυμικό
      γενική του αψιθυμικού της αψιθυμικής του αψιθυμικού
    αιτιατική τον αψιθυμικό την αψιθυμική το αψιθυμικό
     κλητική αψιθυμικέ αψιθυμική αψιθυμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψιθυμικοί οι αψιθυμικές τα αψιθυμικά
      γενική των αψιθυμικών των αψιθυμικών των αψιθυμικών
    αιτιατική τους αψιθυμικούς τις αψιθυμικές τα αψιθυμικά
     κλητική αψιθυμικοί αψιθυμικές αψιθυμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αψιθυμικός < αψιθυμία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αψιθυμικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία