Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρένιασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φρένιασμα
τα
φρενιάσμα
τ
α
γενική
του
φρενιάσμα
τ
ος
των
φρενιασμά
τ
ων
αιτιατική
το
φρένιασμα
τα
φρενιάσμα
τ
α
κλητική
φρένιασμα
φρενιάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρένιασμα
<
φρενιάζω
με θέμα φρενιασ- +
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φρένιασμα
ουδέτερο
η ενέργεια του
φρενιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρένιασμα
αγγλικά
:
rage
(en)
γαλλικά
:
rage
(fr)