Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεθύμασμα τα ξεθυμάσματα
      γενική του ξεθυμάσματος των ξεθυμασμάτων
    αιτιατική το ξεθύμασμα τα ξεθυμάσματα
     κλητική ξεθύμασμα ξεθυμάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεθύμασμα < ξεθυμαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεθύμασμα ουδέτερο (σύνηθες στον ενικό)

  1. το αποτέλεσμα του ξεθυμαίνω, η εκτόνωση ή η απώλεια της σπιρτάδας και του κινήτρου ενδιαφέροντος
    το ξεθύμασμα του κινήματος των Αγανακτισμένων
    το ξεθύμασμα του έρωτα, της μπύρας, του πάθους, της ορμής

  Μεταφράσεις επεξεργασία