ξεθύμασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεθύμασμα < ξεθυμαίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεθύμασμα ουδέτερο (σύνηθες στον ενικό)
- το αποτέλεσμα του ξεθυμαίνω, η εκτόνωση ή η απώλεια της σπιρτάδας και του κινήτρου ενδιαφέροντος
- το ξεθύμασμα του κινήματος των Αγανακτισμένων
- το ξεθύμασμα του έρωτα, της μπύρας, του πάθους, της ορμής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεθύμασμα
|