αράθυμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αράθυμος | η | αράθυμη | το | αράθυμο |
γενική | του | αράθυμου | της | αράθυμης | του | αράθυμου |
αιτιατική | τον | αράθυμο | την | αράθυμη | το | αράθυμο |
κλητική | αράθυμε | αράθυμη | αράθυμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αράθυμοι | οι | αράθυμες | τα | αράθυμα |
γενική | των | αράθυμων | των | αράθυμων | των | αράθυμων |
αιτιατική | τους | αράθυμους | τις | αράθυμες | τα | αράθυμα |
κλητική | αράθυμοι | αράθυμες | αράθυμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αράθυμος < μεσαιωνική ελληνική ἀράθυμος < ἀ- (προτακτικό) + ῥᾴθυμος < ῥᾶ + θυμός
- αράθυμος < μεσαιωνική ελληνική ἀράθυμος < ἀ- (στερητικό) + ῥᾴθυμος < ῥᾶ + θυμός
Επίθετο επεξεργασία
αράθυμος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) ράθυμος
- (λαϊκότροπο) οξύθυμος
- (λόγιο) που ενεργεί γρήγορα, που έχει διάθεση για ενέργεια ή δράση