θυμοειδές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θυμοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θυμοειδής
Ουσιαστικό επεξεργασία
θυμοειδές ουδέτερο
- το μέρος της ψυχής που περικλείει το συναίσθημα και τη βούληση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη θυμός