θυμοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θυμοειδής | η | θυμοειδής | το | θυμοειδές |
γενική | του | θυμοειδούς* | της | θυμοειδούς | του | θυμοειδούς |
αιτιατική | τον | θυμοειδή | τη | θυμοειδή | το | θυμοειδές |
κλητική | θυμοειδή(ς) | θυμοειδής | θυμοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θυμοειδείς | οι | θυμοειδείς | τα | θυμοειδή |
γενική | των | θυμοειδών | των | θυμοειδών | των | θυμοειδών |
αιτιατική | τους | θυμοειδείς | τις | θυμοειδείς | τα | θυμοειδή |
κλητική | θυμοειδείς | θυμοειδείς | θυμοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θυμοειδής < αρχαία ελληνική θυμοειδής
Επίθετο
επεξεργασίαθυμοειδής, -ής, -ές
- (λόγιο) ζωηρός, ορμητικός
- ουδέτερο (ουσιαστικοποιημένο) θυμοειδές: το μέρος της ψυχής που περικλείει το συναίσθημα και τη βούληση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θυμός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ θυμοειδής | τὸ θυμοειδές | οἱ, αἱ θυμοειδεῖς | τὰ θυμοειδῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς θυμοειδοῦς | τοῦ θυμοειδοῦς | τῶν θυμοειδῶν | τῶν θυμοειδῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ θυμοειδεῖ | τῷ θυμοειδεῖ | τοῖς, ταῖς θυμοειδέσι(ν) | τοῖς θυμοειδέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν θυμοειδῆ | τὸ θυμοειδές | τοὺς, τὰς θυμοειδεῖς | τὰ θυμοειδῆ |
Κλητική | θυμοειδές | θυμοειδές | θυμοειδεῖς | θυμοειδῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | θυμοειδεῖ | |||
Γενική-Δοτική | θυμοειδοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθυμοειδής, -ής, -ές