μακροθυμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακροθυμία < αρχαία ελληνική μακροθυμία < μακρόθυμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακροθυμία θηλυκό
- η ιδιότητα του μακρόθυμου, η υπομονή και η ανεκτικότητα απέναντι σε σφάλματα και ελαττώματα των άλλων
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακροθυμία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μακροθυμίᾱ | αἱ | μακροθυμίαι |
γενική | τῆς | μακροθυμίᾱς | τῶν | μακροθυμιῶν |
δοτική | τῇ | μακροθυμίᾳ | ταῖς | μακροθυμίαις |
αιτιατική | τὴν | μακροθυμίᾱν | τὰς | μακροθυμίᾱς |
κλητική ὦ! | μακροθυμίᾱ | μακροθυμίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μακροθυμίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μακροθυμίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακροθυμία θηλυκό
- η υπομονή
- ὡς πολὺ κρείττων ἡ μακροθυμία τῆς ἀλογίστου σπουδῆς καὶ ταχυτῆτος (από μύθο του Αισώπου)
- η ανεκτικότητα, η μακροθυμία
- ἡ τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία ἡμῖν ἐν τῇ μακροθυμίᾳ αὐτοῦ (Μ. Βασίλειος)