θύμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θύμος | οι | θύμοι |
γενική | του | θύμου | των | θύμων |
αιτιατική | τον | θύμο | τους | θύμους |
κλητική | θύμε | θύμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θύμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θύμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewh₂-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θύ‐μος
- τονικό παρώνυμο: θυμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθύμος αρσενικό
- (ανατομία) (θύμος αδένας) ενδοκρινής αδένας που υπάρχει στα βρέφη και στους εφήβους και μικραίνει ιδιαίτερα στους ενήλικες και στον οποίο ωριμάζουν τα Τ-λεμφοκύτταρα (Τ-κύτταρα), τα οποία έχουν σημαντικό ρόλο στο ανοσοποιητικό σύστημα
- (φυτό) άλλη μορφή του θυμάρι